κάνης

κάνης
κάνης [pron. full] [ᾰ], ητος, ,
A a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.Sol.21: generally, mat, D.H.2.23 (pl.): prov., ὁ κ. τῆς κοίτης ὑπερέχει, of those who make a show abroad with poverty at home, Crates Com.12, cf. Phot.s.v.
II = λίκνον, Poll.6.86.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάνης — κάνης, ητος, ὁ (Α) 1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι 2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τούς λείπουν τα αναγκαία 3.… …   Dictionary of Greek

  • κάνης — a mat of reeds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανῆς — καίνω kill fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνησι — κάνης a mat of reeds masc dat pl καίνω kill aor subj mp 2nd sg (epic) καίνω kill aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνητα — κάνης a mat of reeds masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνητας — κάνης a mat of reeds masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνητος — κάνης a mat of reeds masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν …   Dictionary of Greek

  • πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”